γδουπώ

γδουπώ
(AM γδουπῶ, -έω)
ηχώ βαριά ή υπόκωφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. τού δουπώ (< δούπος) με αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ-, που οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (βλ. και λ. γδούπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γδουπῶ — δουπέω sound heavy pres subj act 1st sg (attic epic doric) δουπέω sound heavy pres ind act 1st sg (attic epic doric) γδουπέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) γδουπέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουπώ — και γδουπώ (AM δουπῶ, έω) [δούπος] κάνω δούπο, παράγω υπόκωφο ήχο αρχ. 1. σωριάζομαι νεκρός με γδούπο («δούπησε δὲ πεσών») 2. φρ. α) «δουπεῑ χεὶρ γυναικῶν» θρηνούν οι γυναίκες χτυπώντας τα χέρια στο στήθος τους β) «κώπῃ δουπῶ» χτυπώ με τα κουπιά… …   Dictionary of Greek

  • επιγδουπώ — ἐπιγδουπῶ, έω (Α) 1. χτυπώ δυνατά 2. επιδοκιμάζω έντονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γδουπώ (< (γ)δούπος «θόρυβος»)] …   Dictionary of Greek

  • κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”